- προσχώρησις
- προσχώρησιςapproachfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσχωρήσει — προσχώρησις approach fem nom/voc/acc dual (attic epic) προσχωρήσεϊ , προσχώρησις approach fem dat sg (epic) προσχώρησις approach fem dat sg (attic ionic) προσχωρέω go to aor subj act 3rd sg (epic) προσχωρέω go to fut ind mid 2nd sg προσχωρέω go… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσχωρήσεις — προσχώρησις approach fem nom/voc pl (attic epic) προσχώρησις approach fem nom/acc pl (attic) προσχωρέω go to aor subj act 2nd sg (epic) προσχωρέω go to fut ind act 2nd sg προσχωρέω go to aor subj act 2nd sg (epic) προσχωρέω go to fut ind act 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσχώρησιν — προσχώρησις approach fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσχώρηση — η / προσχώρησις, ήσεως, ΝΑ [προσχωρῶ] προσέγγιση, πλησίασμα νεοελλ. 1. αποδοχή και υιοθέτηση τών αντιλήψεων ή τών δογμάτων άλλου 2. διεθν. δίκ. νομική πράξη με την οποία ένα κράτος, αν και δεν μετέσχε στη σύναψη μιας συνθήκης, τίθεται υπό το… … Dictionary of Greek
προσχωρήσεως — προσχωρήσεω̆ς , προσχώρησις approach fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσχωρήσῃ — προσχωρήσηι , προσχώρησις approach fem dat sg (epic) προσχωρέω go to aor subj mid 2nd sg προσχωρέω go to aor subj act 3rd sg προσχωρέω go to fut ind mid 2nd sg προσχωρέω go to aor subj mid 2nd sg προσχωρέω go to aor subj act 3rd sg προσχωρέω go… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)